ερημιά

ερημιά
η
1. η κατάσταση του έρημου, του ακατοίκητου, του ήσυχου, του μόνου.
2. τόπος έρημος, ακατοίκητος.
3. μτφ., έλλειψη, απουσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐρημία — ἐρημίᾱ , ἐρημία a solitude fem nom/voc/acc dual ἐρημίᾱ , ἐρημία a solitude fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερημιά — και ερμιά και ερημία, η (AM ἐρημία) 1. έρημος, ακατοίκητος, απομακρυσμένος, απομονωμένος τόπος, η κατάσταση τού ακατοίκητου ανθρώπου ή τόπου 2. απομόνωση, εγκατάλειψη ανθρώπου, μοναξιά 3. έλλειψη, απουσία, ανυπαρξία («ερημία φίλων») αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ἐρημίᾳ — ἐρημίαι , ἐρημία a solitude fem nom/voc pl ἐρημίᾱͅ , ἐρημία a solitude fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημιά — ἐρημιάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίας — ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem acc pl ἐρημίᾱς , ἐρημία a solitude fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίαι — ἐρημία a solitude fem nom/voc pl ἐρημίᾱͅ , ἐρημία a solitude fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίαν — ἐρημίᾱν , ἐρημία a solitude fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημιῶν — ἐρημία a solitude fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίαις — ἐρημία a solitude fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρημίη — ἐρημία a solitude fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”